- προκουράτωρ
- -ωρος, ὁ, Μρωμαιοκαθολικός κληρικός, επικεφαλής μητροπολιτικού ναού σε χώρα τής Ευρώπης κατά τον Μεσαίωνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. procurator «επίτροπος, επιμελητής» (< procuro)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πέζαρο — I (Pesaro). Επώνυμο οικογένειας από τη Βενετία, της οποίας τα γνωστότερα μέλη ήταν οι ακόλουθοι: 1. Αντώνιος ντα–. Aρμοστής της Άνδρου από το 1507 έως το 1512. 2. Βενέδικτος ή Βενεδέτος. Ναύαρχος. Το 1500, ως αρχηγός του ενωμένου ισπανικού και… … Dictionary of Greek